- νεώ
- (I)νεῶ, -άω (Α)1. καλλιεργώ αγροτική έκταση για πρώτη φορά ή μετά από κάποιο χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο αγρός έμεινε ακαλλιέργητος προκειμένου να ενδυναμωθεί η γη και να δεχθεί τη νέα σπορά («ἡ δὲ κατεργασία ἐν τῷ νεᾱν κατ' άμφοτέρας τὰς ὥρας καὶ θέρους καὶ χειμῶνος», Θεόφρ.)2. (το θηλ. τής μτχ. τού παθ. ενεστ.) νεωμένη (ενν. γῆ)ο αγρός που αφέθηκε ακαλλιέργητος προσωρινά και τώρα καλλιεργείται.[ΕΤΥΜΟΛ. < νέος ή < νειος «αγρός που έχει καλλιεργηθεί πρόσφατα». Εμφανής η σημασιολογική αλληλεπίδραση και η σύγχυση τών δύο οικογενειών].————————(II)νεῶ, -όω (Α) [νέος]1. ανανεώνω, ανακαινίζω, αλλάζω («τάφους ἐνεώσατο», επιγρ.)2. (αντί τού νεῶ, -άω [Ι])οργώνω, καλλιεργώ («νεώσατε ἑαυτοῑς νεώματα καὶ μὴ σπείρητε ἐπ' ἀκάνθαις», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.